λευκόσφυρος

λευκόσφυρος
λευκό-σφῠρος, ον,
A white-ankled,

Ἥβα Theoc.17.32

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκόσφυρος — λευκόσφυρος, ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)] …   Dictionary of Greek

  • λευκοσφύρου — λευκόσφυρος white ankled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”